- νοικοκύρη
- aile reisi
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
νοικοκυρίστικος — η, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νοκοκύρη, στη νοικοκυρά ή στο νοικοκυριό 2. αυτός που γίνεται με τρόπο που ταιριάζει σε νοικοκύρη ή σε νοικοκυρά, δηλαδή με τάξη, επιμέλεια, σοβαρότητα και σύνεση («νοικοκυρίστικες κουβέντες»). επίρρ...… … Dictionary of Greek
κάλαντα — Εθιμικά τραγούδια, τα οποία τραγουδούν ομάδες παιδιών ή σπανιότερα ενηλίκων, κυρίως την παραμονή των μεγάλων γιορτών του Δωδεκαημέρου (Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Φώτα). Τα κ. εξιστορούν, μυθοποιημένα, τα περιστατικά των αντίστοιχων ημερών, είναι… … Dictionary of Greek
καθάριος — α, ο (AM καθάριος, ον, Α και καθάρειος, ον) καθαρός, παστρικός νεοελλ. 1. σίγουρος, αναπόφευκτος, αυτός που με απόλυτη βεβαιότητα θα συμβεί («αφύσικος πραματευτής καθάριος διακονιάρης» αυτός που εμπορεύεται αλόγιστα χρεωκοπεί αναπόφευκτα,… … Dictionary of Greek
κατάρα — (Qattara). Τεκτονικό βύθισμα (30.000 τ. χλμ.) στη βόρεια Αφρική, 200 χλμ. Δ του Καΐρου και 50 χλμ. Ν του Ελ Αλαμέιν. Το βαθύτερο σημείο του, το οποίο αποτελείται από αλμυρά έλη, σωρούς ορυκτού άλατος και στρώματα άμμου, βρίσκεται 134 μ.… … Dictionary of Greek
μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… … Dictionary of Greek
μπαστούνι — Λέγεται και ραβδί (ράβδος). Κλαδί κομμένο κατά τρόπο ώστε να χρησιμεύει για υποστήριγμα στο βάδισμα και ως μέσον επίθεσης ή άμυνας. Σε παλαιότατες εποχές το μ., χοντροκομμένο, αποτελούσε όπλο. Αργότερα, διαφορετικά διαμορφωμένο, πήρε διάφορες… … Dictionary of Greek
νοικοκυρεύω — [νοικοκύρης] 1. κάνω κάποιον νοικοκύρη, εξασφαλίζω σε κάποιον οικονομική άνεση, τόν αποκαθιστώ οικονομικά («περιμένει να παντρευτεί για να νοικοκυρευτεί») 2. τακτοποιώ, συγυρίζω, βάζω σε τάξη, καταρτίζω κάτι σαν καλός νοικοκύρης 3. μέσ.… … Dictionary of Greek
νοικοκυροσύνη — η [νοικοκύρης] ιδιότητα που χαρακτηρίζει τον νοικοκύρη, τη νοικοκυρά, δηλαδή ευπρέπεια, τάξη, επιμέλεια, σύνεση και σοβαρότητα στη διαχείριση τών υποθέσεων τού οίκου … Dictionary of Greek
νοικοκύρης — ο, θηλ. νοικοκυρά και νοικοκερά (Μ νοικοκύρης και νοικοκύρις) οικοδεσπότης («κι ο νοικοκύρης τού σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει», δημ. τραγούδι) νεοελλ. 1. ιδιοκτήτης μισθωμένου ακινήτου, σπιτονοικοκύρης 2. σύζυγος 3. κύριος, αφέντης κάποιου 4.… … Dictionary of Greek
οικοκυρικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νοικοκύρη ή στη νοικοκυρά, ιδίως ο σχετικός με τις ασχολίες τής νοικοκυράς («οικοκυρική σχολή») 2. το θηλ. ως ουσ. η οικοκυρική οι γνώσεις που πρέπει να έχει η νοικοκυρά για τη διεύθυνση και τη… … Dictionary of Greek
πρόποση — η / πρόποσις, όσεως, ΝΑ [προπίνω] το να πίνει κανείς ποτό εις υγείαν ή προς τιμήν κάποιου νεοελλ. (λαογρ.) η ευχή που συνηθίζουν να δίνουν κατά τις συνεστιάσεις στον νοικοκύρη ή στα μέλη τής οικογένειάς του ή στους συνδαιτημόνες, υψώνοντας ένα… … Dictionary of Greek